συνδιάκτορος

συνδιάκτορος
συνδιάκτορος
fellow
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνδιάκτορος — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Ερμού όταν συνόδευε τον Χάρωνα κατά τη μεταφορά τών νεκρών στον Άδη) αυτός που είναι ψυχοπομπός μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διάκτορος «ψυχοπομπός, διάκονος, υπηρέτης»] …   Dictionary of Greek

  • συνδιακτορώ — έω, Α [συνδιάκτορος] (για τον Ερμή) συνοδεύω κάποιον που οδηγεί ή μεταφέρει κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”